- γυναικοδουλειά
- η1. δουλειά που γίνεται από γυναίκες: Πολλοί άντρες δεν ασχολούνται με το σιδέρωμα γιατί το θεωρούν γυναικοδουλειά.2. ερωτοδουλειά: Χώρισαν γιατί ήταν στη μέση γυναικοδουλειά.3. στον πληθ., γυναικοδουλειές πράξεις και φερσίματα που ταιριάζουν σε γυναίκες: Ολόκληρος άντρας και μπλέκεται σε γυναικοδουλειές!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.